Αυτή την όμορφη ιστορία μου διηγήθηκε ο Άγγελος κάποιο μεσημέρι που γυρίζαμ’ απ’ την ταβέρνα του φίλου μας του Τζάρου στα γραφεία του Πολίτη και τσακωνόμασταν αν ο δικός του κόπρος ο Μάνθος ήταν πιο μάγκας ή ο δικός μου –εξίσου κόπρος–, ο Μαξ. «Άκου λοιπόν», μου λέει, «μια παλιά ιστορία ενός άλλου σκύλου που δεν ήταν καθόλου κόπρος σαν τον δικό σου, γιατ’ ήταν ο σκύλος του πατέρα μου». «Γιατί δεν τη γράφεις, βρε Άγγελε; Αφού είναι τόσ’ ωραία, άσε που με πήραν και τα ζουμιά κιόλας». Δε θέλησε τότε. Αργότερα πολύ έγραψε την ιστορία της γιαγιάς του, το Minima memoralia, ένα εξαιρετικό λογοτεχνικό κείμενο.
TΕΣΣΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΕΛΕΦΑΝΤΗ
του Νίκου Πολτη
«Ο Εμφύλιος έφτανε στο τέλος του. Τα γύρω χωριά είχαν ήδη χαθεί απ’ τους αντάρτες. Ένασούρουπο έπεσε και το δικό μας. Ορμάγαν λυσσασμένοι οι φαντάροι, πυροβολούσαν και λεηλατούσαν ό,τι εύρισκαν μπροστά τους. Mπούκαραν και στο δικό μας το σπίτι. Το τι έγινε, δύσκολα περιγράφεται. Ένα μόνο σου λέω, πως οι εικόνες αυτές είναι ακόμη και τώρα ολοζώντανες στη μνήμη μου. Τέλος πάντων. Τελευταίος μπήκε ένας φαντάρος λίγο σαστισμένος, φοβισμένος ίσως κι αυτός; Δεν ξέρω. Οι άλλοι τα ’χαν πλιατσικολογήσει όλα, κι ετούτος δεν είχε πια τίποτα να πάρει. Κάνει μια με τη ζώνη του, την περνάει στο λαιμό του σκύλου μας, τον τραβάει και φεύγει. Τα γαβγίσματα αυτά, τι γαβγίσματα δηλαδή; ουρλιαχτά ήταν, τ’ άκουγα για πολύν καιρό.
Πέρασαν χρόνια πολλά. Μια μέρα είχε πάει πρωί πρωί ο πατέρας μου στη Λαμία για μια δίκη. Περιμένοντας ν’ ανοίξει το δικαστήριο, έκοβε βόλτες σε κάποια γειτονιά. Ξαφνικά ακούει γαβγίσματα να ’ρχονται από μιαν αυλή. Πλησιάζει, τα γαβγίσματα σταματούν. Πάει να φύγει, ξανά μανά γαβγίσματα. Για να μη στα πολυλογώ, κάποια στιγμή μισανοίγει την αυλόπορτα η νοικοκυρά του σπιτιού. Γίναν τα τυπικά, και η γυναίκα εντυπωσιασμένη απ’ την απρόσμενη φιλικότητα του σκύλου που, όπως είπε, ο άντρας της τον είχε καλά εκπαιδευμένο για φύλακα, κάλεσε τον πατέρα μου μέσα, του πρόσφερ’ ένα καφεδάκι και τον προσκάλεσε για το μεσημέρι γιατί, όπως είπε, ο άντρας της πολύ θα χαιρόταν.
Πράγματι, μόλις ξεμπέρδεψε ο πατέρας μου, ξαναπήγε. Είχαν στρώσει τραπέζι. Είπαν πολλά, κι ο σκύλος πάντα καταχαρούμενος, κούρνιαζε στο πόδι του πατέρα μου. Κάποια στιγμή, δεν ξέρω πως το ’φερ’ η κουβέντα, κι ο πατέρας είπε: “Πού ξέρεις; μπορεί να ’μαστε και κοντοχωριανοί, γιατί το χωριό μας είν’ εδώ πιο πάνω, προς Καρπενήσι μεριά, το Νεοχώρι Τυμφρηστού”. Στο άκουσμ’ αυτού του χωριού, ο άντρας μετά βίας συγκράτησε τα δάκρυά του. “Πάρ’ τον”, είπε στον πατέρα μου. “Χρόνια θα σκέφτεσαι, ποιος να ‘ν’ αυτός που μου ‘κλεψε το σκύλο; Εγώ είμ’ αυτός”, έλεγε και ξανάλεγε απαρηγόρητος.
»Τα είπε όλα στον πατέρα μου. Πώς πήγε φαντάρος, πόσο δεν τ’ άρεσαν όλ’ αυτά, πώς έμενε πάντα πίσω γιατί ο λοχαγός τιμωρούσε όποιον δεν πλιατσικολογούσε, κι αυτός έπαιρνε μόνο κάνα πιάτο ή άλλο τιποτένιο και σιγά τ’ αυγά, και πώς του ‘ρθε ειδικά εκείνη την καταραμένη μέρα ν’ αρπάξει το σκύλο και πώς για χρόνια άκουγε στ’ αυτιά του τα ουρλιαχτά του σκύλου και πώς για χρόνια έστρεφ’ ο σκύλος το κεφάλι προς το δρόμο της επιστροφής και πώς αυτήν την αμαρτία του δεν την έχει πει ποτέ σε κανέναν κι ούτε την έχει ποτέ συγχωρέσει στον εαυτό του και πώς αυτός δεν παραπονιέται απ’ τη ζωή του αν κι αγωνίζεται κάθε μέρα για το μεροκάματο γιατί έχει τρεις αγάπες, το παιδί του, τη γυναίκα του και το σκυλί. “Το παιδί, το σκυλί και τη γυναίκα”, διόρθωσε τη σειρά η γυναίκα του χαριτολογώντας. “Πάρ’ τον λοιπόν, έτσι πρέπει να γίνει”, είπε ο άντρας.
»“Εγώ”, είπε ο πατέρας μου, “μόλις απέκτησα δυο καλούς φίλους, ενώ ξαναβρήκα μετά από χρόνια έναν τρίτο, και βλέπω πως είναι πολύ καλά. Άκου λοιπόν τι θα κάνουμε: Θα σηκωθώ τώρα, θα σας χαιρετήσω όλους και θα φύγω. Εσείς θα με συνοδέψετε ως την αυλόπορτα, θα χαιρετήσω και το σκύλο — αλήθεια, πώς τον φωνάζεις;” “Μάνθο”, είπε ο άντρας — “θα χαιρετήσω και το Μάνθο λοιπόν και θα φύγω. Αν μ’ ακολουθήσει, θα τον πάρω μαζί μου. Αν όχι, θα ξέρουμ’ όλοι πως επέλεξε μόνος του το καλύτερο”. Χωρίς να περιμένει, ο πατέρας σηκώθηκε. Στην αυλόπορτα τους αποχαιρέτησε όλους. Πήρε το δρόμο και στα δέκα βήματα κοίταξε πίσω: Μάνθο, φώναξε. Ο Μάνθος ήρθε, του ’καν’ ένα τελευταίο χάδι και γύρισε πίσω στον άντρα. Ώσπου να χαθεί ο πατέρας στη γωνιά του δρόμου, ο Μάνθος τού κούναγε την ουρά του».
Αυτή την όμορφη ιστορία μου διηγήθηκε ο Άγγελος κάποιο μεσημέρι που γυρίζαμ’ απ’ την ταβέρνα του φίλου μας του Τζάρου στα γραφεία του Πολίτη και τσακωνόμασταν αν ο δικός του κόπρος ο Μάνθος ήταν πιο μάγκας ή ο δικός μου –εξίσου κόπρος–, ο Μαξ. «Άκου λοιπόν», μου λέει, «μια παλιά ιστορία ενός άλλου σκύλου που δεν ήταν καθόλου κόπρος σαν τον δικό σου, γιατ’ ήταν ο σκύλος του πατέρα μου». «Γιατί δεν τη γράφεις, βρε Άγγελε; Αφού είναι τόσ’ ωραία, άσε που με πήραν και τα ζουμιά κιόλας». Δε θέλησε τότε. Αργότερα πολύ έγραψε την ιστορία της γιαγιάς του, το Minima memoralia, ένα εξαιρετικό λογοτεχνικό κείμενο.
ΥΓ 1: Όταν μου ζήτησαν απ’ τα «Ενθέματα» να γράψω κάτι για τον Άγγελο που να μην είναι «θεωρητικοδιανοούμενο» ούτε μεγάλο, να ’ναι από προσωπική ιστορία αλλά να μην πλατειάζει στα «θυμάμαι τότε που…» κ.λπ., σκέφτηκα να πω μια ιστορία δική του. Βέβαια, τώρα πια η γραφίς είν’ η δική μου.
ΥΓ 2: Δύο μικρές αφηγηματικές αυθαιρεσίες: Το όνομα Μάνθος του σκύλου, γιατί πού να θυμάμαι τ’ όνομα μετ’ από τόσα χρόνια. Η Άννα όμως, η κόρη του, θα καταλάβει. Το τέλος της ιστορίας, αυθεντικό στην ουσία του, έχει πασπαλιστεί λίγο από μιαν άλλη σκυλοϊστορία με το Μπαλό. Η Γαλάτεια όμως, η κόρη μου, θα καταλάβει.
http://enthemata.wordpress.com/2012/05/27/nikpolitis-3/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου