Από την Αυγή του Βασίλη Πλάτανου
"Φαλλοφόρια", σύγχρονες διονυσιακές οργιαστικές γιορτές, για να τιμηθεί ο μέγας "αρχισκανταλιάρης", ο ανδρικός γεννητικός "οργανοπαίχτης", γίνονται και στις φετινές Απόκριες."Δεν κατεβαίνω ψώλαρε,
γιατ' είσαι σκανταλιάρης,
τα σκανταλέβεις τα μουνιά,
και τα τρυπάς αβέρτα".
"Μάστορά μου στη ζωή σου,
κάνε μια σαν τη δική σου,
νάχει μπούκα, νάχ' αφάλι,
σαν του γαϊδουριού κεφάλι".
Φαλλοφόρια, διονυσιακές γιορτές, που σουλατσάρουν, εξυμνούνε, τραγουδούν ή σχολιάζουνε τον "πρωταγωνιστή" φαλλό, το εξωτερικό ομοίωμα, το γεννητικό όργανο στον άνδρα, με το να γίνονται σύγχρονα "δρώμενα" τις Απόκριες σε διάφορους τόπους στη χώρα.
Κοινό χαρακτηριστικό σ' αυτά τ' αποκριάτικα "δρώμενα" είναι η συμβολική τέλεση της σεξουαλικής πράξης "αφροδισία", που προκαλεί το γενετήσιο ένστικτο με την αμοιβαία έλξη ανάμεσα στα δύο φύλα. Τα αιδοία, τα εξωτερικά γεννητικά όργανα στον άνδρα ή τη γυναίκα, έχουνε πρωταγωνιστικό ρόλο στον λόγο και στην πράξη, στ' αποκριάτικα "δρώμενα".
Τους μασκερεμένους, τ' αποκριάτικα δαιμονικά, ο Αριστοφάνης ονομάζει "Ονοκώλες". Ο λαός μας, εύστοχα, στο πλούσιο λεξιλόγιό του, έδωσε τις πιο χαρακτηριστικές ονομασίες, που φανερώνουν ανάγλυφα κι αδρά τόσο την εμφάνιση όσο και τη φασαρίστικη παρουσία τους. Σε κάθε τόπο λέγονται διαφορετικά, όπως: Γιανίτσαροι, Κουδουνάτοι, Μωμόεροι, Κουκούγεροι, Καμουζέλες, Μούσκαροι, Κουδουνάδες, Τράγοι, Προσώπεια, Μουτζούνες και πιο κοινά Μασκαράδες και Καρνάβαλοι, που φοράνε βραδινά κέρατα, μάσκες και γιδοπροβιές, πολλά κουδούνια στη μέση και στον λαιμό, κι ένα κουδούνι φαλλικό ανάμεσα στα σκέλια τους, που πηδάνε και χορεύουνε και φέρνουν πραγματικό πανδαιμόνιο.
Είναι ακόμα οι: Κούκεροι, Χούχουτοι, Σταχτάδες, Μπέηδες, Κιοπεκμπέηδες, Πιτεράδες, κι αυτοί που έχουνε γυναικείο μασκάρεμα: Απλετώ, Βυζώ, Γελώ, Βαρδένα, Μαρμάρω, Πετασιά, Χαμοδράκαινα, Παιδοπνίχτρα, Στρίγγλα κι άλλα πολλά, που, εκτός από τη σωματική τους σκιαγράφηση, φανερώνουνε και τις απόκρυφες διαθέσεις που έχουν οι μασκαρεμένοι γιορταστές.
Ανάμεσα στα φαλλικά "δρώμενα" είναι: Τα "εξ αμάξης" στη λεσβιακή Αγιάσο, στην Ελασσόνα, στο Ρέθυμνο, στην Όλυμπο Καρπάθου, ο "Καλόγερος" στην Αγία Ελένη Σερρών και στο Διδυμότειχο, το "πανωπροίκι" στη Θήβα, η "σοπανίκα" στην Ξάνθη, "Πώς το τρίβουν το πιπέρι..." στη Σκιάθο, το "μπουρανί" στον Τύρναβο, ο "Μπέης" στο Διδυμότειχο, στις Καστανιές, στο Πεντάλοφο και τα Ρίζια Αλεξανδρούπολης, ο "Καντής" σε χωριά στο Ρέθυμνο, τα "ζευγάρια" στην Άνδρο, ο "τρίφτης" και η "τσαμπούνα" στη Σάμο, τα "σκάλιθρα" στη λεσβιακή Άντισσα, ο "πίρονας" και τα ερωτικά "φεστίνια" στη Ζάκυνθο, τα "φαλλοτράγουδα" στην Κήρυνθο Εύβοιας, ο "φανός" στην Κοζάνη, τα "ερωτόπαθα" στη Σέριφο και η "καμήλα" στη Σίφνο.
Στα Φαλλοφόρια δεν τιμάται ο αρχαίος θεός, γιος του Δία και της Σεμέλης, αλλά ο σύγχρονος Διόνυσος, που ταυτίζεται με τον Βάκχο, τον προστάτη στην αμπελουργία, στο κρασί, στο θέατρο και γενικά στην παραγωγό δύναμη που έχει η γη. Οι διονυσιαστές - οργιαστές διονυσιάζονται, περνούν τη ζωή τους γιορταστικά, άσωτα. Υπάρχουν και οι διονυσιοκόλακες, αυτοί που κολακεύουν τον Διόνυσο, τον ναό ή το άγαλμα για τον Διόνυσο, το σημερινό τσουκάλι με τη φασολάδα ή το "μπουρανί" και τον φαλλό, χλευάζονται για τις ηθικολογίες τους. Τα αιδοία έχουν τον φυσιολογικό τους προορισμό, άσχετα από θρησκευτική ή άλλη προκατάληψη. Στα σύγχρονα Φαλλοφόρια ο άνδρας αφροδισιάζει, απολαμβάνει τις αφροδίσιες - σεξουαλικές ηδονές. Η γυναίκα αφροδισιάζεται, συνουσιάζεται με τον αρσενικό, τον άντρα.
Ο αφροδισιακός ξεσηκώνει τη γενετήσια ορμή. Ο συμβολικός αφροδισιασμός στ' αποκριάτικα "δρώμενα" φανερώνει το σαρκικό σμίξιμο. Ο αφροδισιαστής είναι ο έκδοτος στις σαρκικές ηδονές, ο λάγνος, ο φιλήδονος. Ο αφροδίσιος είναι οπαδός της θεάς της ομορφιάς και του έρωτα Αφροδίτης, αυτός για τη σαρκική ηδονή. Τα αφροδίσια, οι σαρκικές ηδονές, τελούνται στο "αφροδίσιο", στον ναό ή στο άγαλμα για την Αφροδίτη, που είναι τα αποκριάτικα "δρώμενα" με το τελετουργικό και τα σκεύη τους. Η σύγχρονη Αφροδίτη μετονομαστικά είναι η σαρκική απόλαυση, η ηδονή, ο ακράτητος πόθος, η μεγάλη ευχαρίστηση, το θέλγητρο, η χάρη, η τραβηχτική ομορφιά για έρωτα, όπως τη βλέπουν οι σύγχρονοι γιορταστές στην Αποκριά.
Γλέντι, τραγούδι, χορός, φαγοπότι, ξέδωμα ώς την ασυδοσία, παραλυσία και, πάνω απ' όλα, έρωτας, ή περισσότερο διονυσιασμός, είναι τα κυριότερα χαρακτηριστικά στα αποκριάτικα "δρώμενα" στους περισσότερους τόπους μας. Τις Αποκριές, άντρες και γυναίκες, άνθρωποι που συνηθίζουν να μετρούνε με το υποδεκάμετρο ακόμα και την παραμικρή χειρονομία τους και την πιο ασήμαντη κουβέντα τους, καθώς τρώνε φασολάδα, "μπουρανί" και πίνουν μπόλικα ποτήρια κρασί ή τσίπουρο, είναι πρόθυμοι για όλα, φτάνει να βρούνε κατάλληλη συντροφιά. Και συνηθίζεται να τη βρίσκουν. Όλα τα τελούμενα έχουν κοινά δύο βασικά γνωρίσματα: την παλλαϊκή συμμετοχή και την έξαρση για ερωτική δραστηριότητα. Αυτές άλλωστε είναι οι βασικές προϋποθέσεις για πραγματικά αποκριάτικα "δρώμενα".
Τα ήθη, τα έθιμα, τα τραγούδια, οι χοροί, οι γιορτές και οι παραδόσεις μας είναι ο κρίκος που ενώνει τον αρχαίο, βυζαντινό και σημερινό ελληνισμό. Έχουν βαθιά τις ρίζες τους στην πατρική γη. Έτσι και οι Αποκριές έχουν την καταγωγή τους και σχετίζονται με τις αρχαιοελληνικές γιορτές. Συγκεκριμένα:
Οι αρχαίοι Έλληνες γιορτάζανε τα "Διονύσια" για να τιμήσουν τον Διόνυσο, τον προστάτη στις γονιμοποιές δυνάμεις στη γη και ξεχωριστά στ' αμπέλι και στο κρασί, που φανερά συνδυάζει την ορμή που έχουν το υγρό στοιχείο και η φωτιά, σμίγουν και γονιμοποιούν. Ο θεός πίστευαν πως ζούσε σε σπηλιά, περιπλεγμένη με κληματαριά. Όταν ωριμάσανε τα σταφύλια, έκοψε και γεύτηκε τον χυμό τους. Ευχαριστήθηκε γεύση και μέθυσε. Πρόσφερε στους αγρότες, στους βοσκούς, στις νύμφες - βοσκοπούλες. Ήπιανε και νιώσανε να λύνονται οι κόποι, οι θλίψεις, οι αγωνίες, οι φροντίδες τους. Ξεκίνησε ο ωραίος και εύθυμος θεός. Τον ακολούθησαν παράφορα, στεφανωμένοι με κλήματα, όσα γεύτηκαν τον μούστο. Χοροπηδούσαν και φώναζαν "ευοί, ευάν", χτυπούσαν κύμβαλα και τύμπανα, παίζανε σύριγγες κι αυλούς, γυρίζανε παντού και ξαπλώνανε την καλλιέργεια στ' αμπέλι. Σκορπούσαν την ευθυμία, τη χαρά και την ξεγνοιασιά.
Η Αιτωλία και η Αττική δέχτηκαν πρώτες σαν δώρο το κλίμα. Η αμπελουργία διαδόθηκε, η οινοπαραγωγή αναπτύχθηκε και καθιερώθηκαν φαιδρές γιορτές για να τιμηθεί ο θεός με το θείο ποτό. Έτσι, για να θυμούνται αυτόν τον θρύλο γίνονταν τα "Διονύσια". Τα Μικρά στους Αγρούς, τέλη Δεκέμβρη, τα Λήναια κοντά στον ναό του Διόνυσου και στο θέατρο, στα νότια από την Ακρόπολη, και τα Μεγάλα Διονύσια, τα αστικά, τέλη Μάρτη. Στα Μικρά γίνονταν τα "Πιθοίγια", μέρος από τη μεγάλη γιορτή, τα "Ανθεστήρια". Ανοίγανε τα πιθάρια, δοκίμαζαν και άρχιζαν να πίνουν τα νέα κρασιά. Τη δεύτερη μέρα γιόρταζαν τους "Χόες" (ποτήρια χωματένια). Πίνανε, χορεύανε και κάνανε διάφορα διασκεδαστικά παιχνίδια, λέγανε κώμους - αστεία, πειράγματα, σατυρίσματα και παίζανε τ' "ασκώλια". Πηδούσαν με το ένα πόδι σε ασκί φουσκωμένο κι αλειμμένο με λάδι, καθώς βαστούσαν χόες, κύπελλα γεμάτα κρασί. Όποιος έπινε περισσότερο και γρηγορότερα χωρίς να του χυθεί το κύπελλο, έπαιρνε έπαθλο το ασκί γεμάτο κρασί.
Δραματικές και κωμικές παραστάσεις κι άλλες ψυχαγωγίες σκορπούσαν ευθυμία, γέλιο, χαρά και ξεγνοιασιά. Την τρίτη μέρα γίνονταν οι "Χύτροι". Φέρνανε πομπικά πήλινες χύτρες και ψημένους καρπούς και χορταρικά, όπως το σημερινό "μπουρανί" στον Τύρναβο και τα λεβέτια με τη φασολάδα στη Ρούμελη, λουλούδια και σπόρια στον Διόνυσο, για τις ψυχές σ' αυτούς που πεθάνανε (τα σημερινά κόλλυβα στα Ψυχοσάββατα).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου