του Άγγελου Ελεφάντη
Xαρακτικό του Τάσσου, από αντιστασιακό λεύκωμα του ΕΑΜ-ΕΠΟΝ (1943).
Στις 18 Ιουνίου 1940, μετά την κατοχή της Γαλλίας από τον
γερμανικό στρατό, τη συνθηκολόγησή της και την ανάληψη της διακυβέρνησης της
χώρας από την κυβέρνηση Βισύ του στρατάρχη Πεταίν, ο στρατηγός Ντε Γκωλ, από
τον ραδιοφωνικό σταθμό του BBC του Λονδίνου όπου είχε καταφύγει, απηύθυνε στους
Γάλλους ένα σύντομο αλλά και πολυσήμαντο διάγγελμα: οι ελεύθεροι Γάλλοι,
εκείνοι των αποικιών κι όσοι κατέφυγαν στην Αγγλία, δεν αναγνώριζαν τη
συνθηκολόγηση και συνέχιζαν τον πόλεμο κατά των Γερμανών στο όνομα της Γαλλίας.
Εν κατακλείδι ο στρατηγός Ντε Γκωλ καλούσε τους Γάλλους σε αντίσταση (resistance)
στον κατακτητή και το εγχώριο όργανό του, την πεταινική κυβέρνηση Βισύ.
Ο όρος «αντίσταση» συμπύκνωνε την πρακτική βούληση να
συνεχισθεί ο αγώνας κατά του ναζισμού μέσα στις συνθήκες πλέον της Κατοχής.
Αυτή η διακηρυγμένη βούληση αντάμωνε ιδεολογικά με τις νωπές, σχετικά,
παραδόσεις του αντιφασισμού του Μεσοπολέμου, αλλά και με το παλαιότερο, από τον
καιρό της Γαλλικής Επανάστασης, επαναστατικό εθνικολαϊκό πνεύμα: «Οι πολίτες
έχουν υποχρέωση να εξεγείρονται εναντίον της τυραννίας», θέσπιζε ένα άρθρο της
Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789. Ποια άλλη
τυραννία θα μπορούσε να είναι πιο απόλυτη κι απάνθρωπη από τη ναζιστική;Η Αντίσταση ήταν ένα ολοπαγές γεγονός που ξεπήδησε σε όλες τις ευρωπαϊκές κατεχόμενες χώρες: στην Πολωνία, τη Νορβηγία, το Βέλγιο, τη Γαλλία, την Ιταλία (μετά τη συνθηκολόγηση του Μπαντόλιο τον Σεπτέμβριο του 1943), τη Γιουγκοσλαβία, την Τσεχοσλοβακία, την Ολλανδία, τη Βουλγαρία, την Ελλάδα, την Αλβανία, στα κατεχόμενα της Σοβιετικής Ένωσης· ακόμη και στην ίδια την Γερμανία έχουμε κάποιες αντιστασιακές εκδηλώσεις. Αλλού οργανώνονται ολόκληροι αντιστασιακοί στρατοί (Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία, Γαλλία, Ιταλία, ΕΣΣΔ), αλλού η Αντίσταση επιστρατεύει δυναμικές μειοψηφίας σε κατασκοπευτικά δίκτυα, σε δίκτυα σαμποτέρ και συλλογής πληροφοριών στα μετόπισθεν του εχθρού, αλλού επιστρατεύει δυνάμεις και τις κρατά σε αναμονή να δράσουν την κατάλληλη ώρα (ημέρα J), μαζί με τους επίσημους συμμαχικούς στρατούς. Σε κάθε περίπτωση, διεξάγει έναν σκληρό και αποτελεσματικό εν πολλοίς ιδεολογικό αγώνα κατά του ναζισμού ώστε οι ευρωπαϊκοί λαοί να μην αποδεχθούν τη ναζιστική κυριαρχία, να μην προσχωρήσουν στην προοπτική της ναζιστικής Νέας Τάξης. Και δεν ήταν κάτι το αυτονόητο αυτό. Οι επιβλητικές επιτυχίες του γερμανικού στρατού στην πρώτη φάση του πολέμου ήταν τέτοιας έκτασης που μπορούσαν να κάμψουν τις αντιστάσεις και να δημιουργήσουν ισχυρά λαϊκά ρεύματα προσχώρησης.
Σε κάθε περίπτωση, η Αντίσταση οργανώνεται κόντρα και ενάντια στις κυβερνήσεις των Κουίσλιγκς. Το φαινόμενο αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά, σε τέτοια έκταση και με τέτοια καθολικότητα, στην ευρωπαϊκή ιστορία.
Το αντιστασιακό πνεύμα δεν ήταν μυστηριακό, μια λαβωμένη εθνική ψυχή που αφυπνίστηκε αιφνιδίως. Το έφεραν στο προσκήνιο μια σειρά παραγόντων που δημιούργησε ο ίδιος πόλεμος, το είδος του πολέμου που διεξαγόταν, το είδος του αντιπάλου και οι μέθοδοί του. Απλώς θα τους κατονομάσω εδώ:
Η συντριβή των τακτικών στρατών και η πλήρης χρεοκοπία των κυβερνητικών μηχανισμών εμπρός στην επέλαση της Βέρμαχτ δημιούργησαν παντού ένα πολιτικό και διοικητικό κενό, που δεν κατάφεραν να αναπληρώσουν οι εγκάθετες, και ως εκ τούτου αφερέγγυες, κυβερνήσεις. Το κενό αυτό εκμεταλλεύτηκαν και μέσα σ’ αυτό πολλαπλασιάστηκαν οι αντιστασιακές δυνάμεις, που ανέλαβαν να εκπροσωπούν και να υπερασπίζονται το έθνος. Ούτε οι εξόριστες κυβερνήσεις, χωρίς λαό αυτές και μισθοδοτροφοδοτούμενες από τους Εγγλέζους, ήταν σε θέση να καλύψουν το κενό που δημιούργησε, ακριβώς, η υπερορία τους.
Ο δεύτερος αποφασιστικός παράγοντας ήταν το είδος του πολέμου που εγκαινίασαν οι Γερμανοί. Ο πόλεμος ήταν ολοκληρωτικός, ένας πόλεμος που καταργούσε τις διαχωριστικές γραμμές πολεμιστών και άμαχου πληθυσμού. Το γεγονός αυτό, μαζί με τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης των πληθυσμών που επέβαλαν η Κατοχή και οι παντοειδείς διώξεις, εξέθρεψαν αισθήματα μίσους, οργής αλλά και στοιχειώδεις πρακτικές αυτοσυντήρησης που αναπτύσσονταν στο κενό που άφηναν τα διαλυμένα και εξαρθρωμένα κρατικά δίκτυα και τα παραδοσιακά εμπορικά δίκτυα συναλλαγών και επικοινωνιών. Εδώ η πρακτική αυτή εισάγει στη συνωμοτικότητα, στην «παρανομία», για ν’ αποφύγει, ακριβώς, τον έλεγχο των δυνάμεων Κατοχής. Αυτές ακριβώς οι πρακτικές συνιστούν μια μύηση στην παράνομη αντιστασιακή πρακτική, μια πρώτη εκκίνηση προς τη μαζική, πολιτική οργάνωση που θα ’ρθει με τον καιρό.
Από κει και πέρα, επειδή ο πόλεμος μαίνεται, επειδή παντού η πολιτική διεξάγεται με πόλεμο ζωής και θανάτου, γρήγορα η αντιστασιακή πρακτική, αυτή η αρχική απείθεια έστω, προσλαμβάνει ένοπλες μορφές. Ο ένοπλος αγώνας είναι η κορύφωση του αντιστασιακού πνεύματος, είναι αυτός που απαιτεί και δημιουργεί ταυτόχρονα τη μεγάλη αλληλεγγύη, τη συστράτευση των πολεμιστών και των αμάχων. Και πάντα μέσα στην ίδια χοάνη του αντιφασιστικού αγώνα.
Ο αντιφασισμός είναι η ιδεολογία της αντίστασης, είναι ο κοινός ιδεολογικός συνεκτικός της ιστός. Ο φασισμός ωστόσο, τόσο στην ιταλική όσο και στη γερμανική του εκδοχή, δεν είναι μόνο μια ξένη δύναμη κατοχής. Είναι μια ιδεολογία, ένα κοινωνικοπολιτικό καθεστώς, μια Νέα Τάξη πραγμάτων που επιδιώκει να επιβάλει τις αρχές του παντού: την κατάργηση των αντιπροσωπευτικών δημοκρατικών σωμάτων, τη διάλυση των κομμάτων-συνδικάτων, την καθιέρωση της «αρχής του αρχηγού», τη στρατιωτικοποίηση της εργασίας και του κράτους, τη ρατσιστική εκκαθάριση των κοινωνιών από τα μη άρια στοιχεία, ακραίες εκμεταλλευτικές σχέσεις, τον επιθετικό εθνικισμό, την κρατολατρία, την ιδεολογική χειραγώγηση των μαζών, τον ακραίο αντικομμουνισμό αλλά και τον αντιδημοκρατισμό με βάση, συχνά, αντιπλουτοκρατικά συνθήματα.
Η πάλη, επομένως, της Αντίστασης κατά του φασισμού κι όχι μόνο ως εθνικοαπελευθερωτική πάλη σημαδεύει ευθύς εξαρχής τα αντιστασιακά κινήματα με μια αριστερή προοπτική. Το «Θάνατος στο φασισμό, λευτεριά στο λαό» ή «Χτυπάτε τους φασίστες, ξένους και ντόπιους φασίστες» γίνονται τα κεντρικά συνθήματα της αντίστασης που προσημαίνουν την αριστερή-σοσιαλιστική, ακόμη και κομμουνιστική προοπτική. Σε όλες τις χώρες, δύο γενικά ρεύματα διαγωνίζονται και συχνά συγκρούονται στο πλαίσιο των αντιστασιακών κινημάτων: το ένα κομμουνιστικής και φιλοσοβιετικής προοπτικής, το άλλο αστικοδημοκρατικής φιλοβρετανικής.
Σε τούτη τη σύντομη και αναγκαστικά σχηματική σκιαγράφηση του αντιστασιακού φαινομένου στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο –που αφήνει απ’ έξω γεγονότα, ηρωισμούς, θυσίες, συγκρούσεις ενίοτε μέχρις εμφύλιου σπαραγμού, δημιουργίες, πολιτιστικές ανθοφορίες αλλά και αναχρονισμούς– θα ήθελα να επισημάνω ένα ακόμη στοιχείο που η αντιστασιακή δράση των ευρωπαϊκών λαών ανέδειξε: τον αντιφασιστικό ευρωπαϊκό λαό, τη βάση για μια άλλου τύπου Ευρωπαϊκή Ένωση: οι camarades, οι tavarits, οι compagnioni, οι comerades, οι drouzi, οι σύντροφοι και συναγωνιστές πάλεψαν και ανταμώθηκαν πάνω από τις πολιτιστικές, θρησκευτικές, εθνικές διαφορές. Ήταν μια κοινότητα. Ήταν. Αλλά χάθηκε.
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στα «Ενθέματα» στις
16.9.2001. Δημοσιεύεται εδώ με περικοπές. Στην πλήρη μορφή του, στην ιστοσελίδα
της «Αυγής» (www.avgi.gr) και στο μπλογκ των
«Ενθεμάτων» (enthemata.wordpress.com)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου